- ανατρησις
- ἀνάτρησιςἀνά-τρησις-εως ἥ1) просверливание, трепанация
(τῆς κεφαλῆς Plut.)
2) вырытая яма, подземный ход Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς κεφαλῆς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνάτρησις — perforation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσει — ἀνάτρησις perforation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνατρήσεϊ , ἀνάτρησις perforation fem dat sg (epic) ἀνάτρησις perforation fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσεις — ἀνάτρησις perforation fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάτρησις perforation fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσεσι — ἀνάτρησις perforation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσεσιν — ἀνάτρησις perforation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάτρησιν — ἀνάτρησις perforation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάτρηση — Η διάνοιξη κοιλότητας σε οστό, όπως για παράδειγμα η α. μετωπιαίου κόλπου. Χαρακτηριστική περίπτωση α. είναι η α. κρανίου που ήταν γνωστή ήδη από τη νεολιθική εποχή και γινόταν ασφαλώς για μαγικούς λόγους (με αυτήν ο εγκέφαλος απαλλασσόταν από τα … Dictionary of Greek
ἀνατρήσεων — ἀνατρήσεω̆ν , ἀνάτρησις perforation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρήσεως — ἀνατρήσεω̆ς , ἀνάτρησις perforation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)